Welcome

Εδώ θα βρείτε σκέψεις, όνειρα, ελπίδες, φιλοδοξίες, ανησυχίες και πολύ στρες. Έναν κόσμο που ισορροπεί ανάμεσα στην φαντασία και στην πραγματικότητα.

Τις μεγάλες αντιθέσεις και τα αντικρουόμενα συναισθήματα.

Εδώ θα βρείτε παιδικές φαντασιώσεις και την βαρβαρότητα του ρεαλιστμού που βιώνει κανεις, όταν μεγαλώσει.

Όλα εδώ, με μπόλικη χρυσόσκονη, τυλιγμένα με ζάχαρη, με γεύση γλυκό κεράσι, με μυρωδιά τριαντάφυλλου και βανίλιας. Όλα εδώ, σε ένα ποτήρι, να τα πιείτε και να ευχαριστηθείτε.

Καλώς ήρθατε στον κόσμο τον δικό μου.

27 Ιουν 2011

Ο Μάκης το ψαράκι

Aυτήν την ιστοριούλα την εμπνεύστηκε η αδερφή μου Αννα Χαλκιά για τον μικρό της γιο Ορέστη.


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό ψαράκι που το έλεγαν Μάκη. Ήταν πάρα πολύ όμορφο μ'ένα υπέροχο χρώμα, κάτι μεταξύ πράσινου και θαλασσί, όπως ακριβώς και η θάλλασσα που κολυμπούσε.

Ο Μάκης όμως ήταν λίγο ζωηρός κι ήθελε να κολυμπάει μακριά απο το σπίτι του, κάτι που στεναχωρούσε πολύ τη μαμά του. Συνέχεια του φώναζε: "Μάκη, Μάκη μην απομακρύνεσαι, πρόσεχε, μπορεί να σε ψαρέψει κανένας ψαράς, πρόσεχε τους καρχαρίες". Το Μάκη όμως δε τον ένοιαζε, δε φοβόταν τίποτα και συνέχιζε να κολυμπάει σε άγνωστα νερά.
Μια μέρα όμως και ενώ κολυμπούσε ανέμελα, ξαφνικά ένιωσε παγιδευμένος. Προσπαθούσε να κολυμπήσει αλλά τίποτα, είχε μπλεχτεί στα δίχτυα ενός ψαρά. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε φόβο...

Ο ψαράς αφού έβγαλε τα ψάρια απο τη βάρκα του, τα φόρτωσε όλα μαζί στο φορτηγάκι του και ξεκίνησε να τα πουλάει. Περνούσε απ'τα χωριά και φώναζε: "Ψάρια πουλάω, φρέσκα ψάρια απο τη θάλασσα! ελάτε να πάρετε ψάρια που σπαρταράνε, ψάρια για ψητά, ψάρια για τηγανιτά, εδώ τα φρέσκα ψάρια!!!" Ο Μάκης, ο καημένος, άκουγε τον ψαρά και κατάλαβε πως δύσκολα θα γλίτωνε, σύντομα κάποιος θα τον αγόραζε για να τον φάει...

Μέσα στους ανθρώπους που μαζεύτηκαν για ν'αγοράσουν ψάρια, ήταν κι ένα μικρό αγόρι, ο Ορέστης, με τη μαμά του που μόλις είδε το Μάκη θέλησε να τον αγοράσουν. "Είναι τόσο όμορφο αυτό το ψαράκι μαμά, το θέλω, το θέλω!" είπε στη μαμά του κι αυτή για να μη του χαλάσει χατήρι, τον αγόρασε.

Όταν πήγαν στο σπίτι όμως, δε τον φάγανε το Μάκη, όπως έκαναν με τα άλλα ψαράκια που αγόρασαν, αλλά τον έβαλαν σε μία γυάλα για να τον βλέπουν και να τον θαυμάζουν. Ο Μάκης όμως ήταν τόσο λυπημένος που βρισκόταν κλεισμένος εκεί μέσα που στάθηκε σε μια μεριά και δε ξανακολύμπησε.

Μάταια ο μικρός Ορέστης προσπαθούσε να τον κάνει να γελάσει. Ο Μάκης μόνο έκλαιγε και έλεγε στο παιδάκι "άσε με να φύγω σε παρακαλώ, θέλω τη μαμά μου". Έκλαιγε τόσο δυνατά ο Μάκης που ο μικρός Ορέστης γρήγορα τον λυπήθηκε και αποφάσισε να τον πάει πίσω στη θάλασσα.

Έτσι κι έκανε, άρπαξε τη γυάλα και χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν έτρεξε στο λιμάνι καιι πέταξε μέσα τον καημένο το Μάκη, που μόλις είδε τη θάλασσα απο μακριά άρχισε πάλι να χαμογελάει!

Ο Μάκης ήταν και πάλι χαρούμενος και κολυμπούσε τόσο γρήγορα που πολύ σύντομα βρέθηκε πολύ μακριά στα βαθιά νερά. Ανυπομονούσε τόσο πολύ να πάει πίσω στη μαμά του που κολυμπούσε χωρίς να προσέχει αν γύρω του κολυμπάει και κανένα κακό ψάρι...

Ξαφνικά και χωρίς να το πάρει είδηση ο Μάκης, εμφανίστηκε μπροστά του ένας μεγάαααλος καρχαρίας και άνοιξε τόσο γρήγορα το στόμα του που ο Μάκης δεν πρόλαβε ούτε καν να δει τί χρώμα ήταν.

Έτσι ο Μάκης βρέθηκε να γλιστράει μέσα στη κοιλιά του καρχαρία και φοβήθηκε τώρα ακόμη περισσότερο γιατί ήταν τόσο σκοτεινά εκεί μέσα που θα τρόμαζε και το πιο θαρραλέο ψαράκι. Σε μια στιγμή, άκουσε μέσα στην κοιλιά του καρχαρία κάποιον να κλαίει αλλά ήταν τόσο σκοτεινά που δεν έβλεπε ποιός ήταν.

"Ποιός... ποιός είναι εκεί?" ρώτησε τρομαγμένος ο Μάκης. "Μη φοβάσαι, είμαι ένα μικρό χταπόδι, με κατάπιε και μένα ο καρχαρίας...", "αχ πώς θα βγούμε απο δω μέσα?? θέλω τη μαμά μου" συνέχισε το χταπόδι. Και έμειναν εκεί για πολύ ώρα και έκλαιγαν τώρα και οι δυό μαζί...

Αφού πέρασαν μία ολόκληρη μέρα, μέσα στη κοιλιά του καρχαρία, ο Μάκης και το χταπόδι άκουσαν έναν παράξενο θόρυβο που γινόταν όλο και πιο δυνατός και σιγά σιγά έβλεπαν να μπαίνει και φως. "Λες να γλιτώσουμε?" είπε το χταπόδι "Αχ, μακάρι!" απάντησε ο Μάκης".

Για καλή τους τύχη ο καρχαρίας είχε πιαστεί στα δίχτυα ενός μεγάλου καραβιού, τόσο μεγάλου που δεν είχε ξαναδεί ποτέ πριν ο Μάκης. Βρίσκονταν τώρα ανάμεσα σε πολλούς ψαράδες με πορτοκαλί ρούχα που κρατούσαν κάτι τεράστια πριόνια που έκανα πολύ θόρυβο και έκοβαν την κοιλιά του καρχαρία.

Ο Μάκης και το χταπόδι πετάχτηκαν έξω απο την κοιλιά και οι ψαράδες αυτοί τους έριξαν αμέσως στη θάλασσα. Απ'ότι πρόλαβαν ν'ακούσουν, για καλή τους τύχη, αυτοί οι ψαράδες ψάρευαν μόνο καρχαρίες και όχι μικρά ψαράκια.

Τώρα πια ήταν ελεύθεροι, μπορούσαν πάλι να κολυμπήσουν, μπορούσαν πάλι να δουν το φως του ήλιου, τα γαλάζια νερά, τους φίλους τους, τις μανούλες τους... Κολυμπούσαν τώρα δίπλα δίπλα ο Μάκης με το χταπόδι που είχαν γίνει πια φίλοι. Απο τη χαρά τους έκαναν τούμπες μες στο νερό, χόρευαν και τραγουδούσαν, επιτέλους θα φταναν στα σπίτια τους!

Ο Μάκης όταν είδε τη μαμά του πηδούσε απο τη χαρά του, κολύμπησε γρήγορα και την αγκάλιασε πολύ σφιχτά. Της υποσχέθηκε ότι δε θα ξαναφύγει μακριά της, ότι τώρα θα την ακούει και θα γίνει το καλύτερο ψαράκι σ'ολόκληρη τη θάλασσα.

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα....



Άννα Χαλκιά, Θραψανό Ιούνιος 2011